Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Βλάσης Ρασσιάς: ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ «ΛΕΥΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ»

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ «ΛΕΥΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ».
Η λεηλασία ενός όμορφου κόσμου.

Πεντακόσια χρόνια πριν, το ρυπαρό τσούρμο του τυχοδιώκτη Χριστόφορο Κολόμπο, πατούσε για πρώτη φορά το πόδι του σε εκείνη την απέραντη χώρα που αποκλήθηκε, από τον πολιτισμό του οποίου αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή, «Νέος Κόσμος». Ο ρημαγμένος από τα προϊόντα του και τα παιδιά του «δυτικός» χριστιανικός πολιτισμός κατάφερνε για πρώτη φορά στην -υπερχιλιόχρονη τότε- Ιστορία του, να πραγματοποιήσει τ’ όνειρό του εκείνο που μάταια πέντε αιώνες αργότερα θα επιχειρήσει να ανανεώσει στοχεύοντας αυτή τη φορά προς το αχανές διάστημα: να εξάγει την παραφροσύνη του, τη βία, την πλιατσικομανία του, το δουλεμπόριό του, την εξουσιομανία του, τη θεοκρατία και δεισιδαιμονία του, καθώς κι εκείνη την έμφυτη και χαρακτηριστική τάση του για οικοκτονία και γενοκτονίες προς ένα νεοανακαλυφθέν παρθένο «πέρα εκεί». Την πρώτη φορά πέτυχε ολοκληρωτικά. Την δεύτερη εισέπραξε μόνο ηχηρά χαστούκια.

Εκείνη την «πρώτη φορά» λοιπόν, την… παρθενική όψη του σκηνικού διατάρασσε η παρουσία των ιθαγενών λαών, που με αξιόλογους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης και κουλτούρες κατά πολύ ευγενέστερες των «ευρωχριστιανικών», είχανε κάνει το έγκλημα να κατοικήσουνε από τα πανάρχαια χρόνια σε εκείνα τα νέα χωράφια και οικόπεδα των «δυτικών» αρχόντων και ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Μία ανείπωτη σφαγή και γενοκτονία ακολούθησε τις αρχικές υποτίθεται «καλόκαρδες» χειραψίες των συφιλιδικών «εξερευνητών» με τους άπειρης ομορφιάς φυσικούς κατοίκους της «Νέας Γής», που κι αυτές ωστόσο τους είχαν θερίσει, καθώς τα παρθένα από ιούς κορμιά τους βομβαρδίστηκαν μονομιάς από τις αμέτρητες αρρώστιες που κουβαλούσαν πάνω τους οι «πολιτισμένοι» που χαν έρθει από τ’ ανατολικά.

Πέντε αιώνες μετά από εκείνη την «άφιξη», η πλειοψηφία της κόκκινης φυλής έχει εκλείψει από τον ανθρωπογεωγραφικό χάρτη. Το ίδιο και η πατρίδα γή τους, έχει «αναμορφωθεί» και συνεχίζει σε ακόμα ταχύτερους ρυθμούς να «αναμορφώνεται» από τον «δυτικό» πολιτισμό που στο βόρειο σημείο της είχε μάλιστα την έμπνευση να εγκαθιδρύσει τη Νέα Σύγχρονη Ρώμη, που από εκεί, το οικοκτόνο Κεφάλαιο, δίκην πλανητάρχου, εξουσιάζει στις μέρες μας την υδρόγειο ολόκληρη. Στα νότια της πρώην «Νέας Γης», η κερδοσκοπική παραφροσύνη του «νικητή» homo-καπιταλιστή σαρώνει τα ελάχιστα εναπομείναντα βροχοδάση του πλανήτη για να τα –ναι, σωστά μαντέψατε τον όρο- «βελτιώσει», δηλαδή να τα εκμεταλλευθεί.

Επαληθεύοντας την πρόβλεψη ενός γνωστού αντικρατιστή του περασμένου αιώνα, το νικηφόρο Κεφάλαιο δολοφονεί ό,τι έχει απομείνει από τη νικημένη Ανθρωπότητα. Ωστόσο, κανείς μας δεν μοιάζει να το έχει αντιληφθεί αυτό, όσο τουλάχιστον θα’ πρεπε. Αντίθετα, οι εκατομμύρια ανά τον πλανήτη «ηλίθιοι που κυβερνιώνται», μοιάζει να έχουνε ερμηνεύσει την πρόσφατη ολοσχερή χρεωκοπία και κατάρρευση μίας σειράς καθεστώτων γραφειοκρατικού και κρατίστικου Καπιταλισμού σαν τον… θρίαμβο τάχα του «δυτικού» καπιταλιστικού πολιτισμού και του συγκεκριμένου είδους καπιταλισμού που αυτός ευαγγελίζεται κι εκφράζει. Μόνο που δεν έχει απομείνει μία επί Γης άλλη παρθένα «Νέα Γή», και, αποδεδειγμένα, δεν διαθέτουμε τους όρχεις να ξεκολλήσουμε από αυτό τον πλανήτη.

Είμαστε υποχρεωμένοι να σαπίσουμε εδώ. Αηδιαστικοί άρπαγες, ζητώντας τα όλα, δίχως να προτιθέμεθα να δώσουμε το παραμικρό. Παριστάνοντας πως αγνοούμε ότι «δεν υπάρχει τσάμπα φαϊ», φορώντας μπλουζάκια με την φρικτή αστερόεσσα και προσκυνώντας κάθε γενοκτονία και μιλιταρισμό. Το φαρισαϊκό μας ενδιαφέρον για τους Ινδιάνους, «τους κακόμοιρους Ινδιάνους που χάθηκαν» και άλλα μελοδραματικά, ένα ενδιαφέρον που εξαντλείται στο να πάμε να δούμε και εμείς το «Χορεύοντας Με τους Λύκους» και άλλες «προοδευτικές καλλιτεχνικές δημιουργίες πάνω στο θέμα αυτό», δεν είναι παρά ένα γελοίο και χιλιοτρυπημένο άλλοθι. Πώς μπορούμε να νοιώσουμε συμπάθεια για κάτι που αναντίρρητα δεν το κατανοούμε; Πώς μπορούμε από την άλλη να καταδικάσουμε κάτι που μέσα στην αγκαλιά του μεγαλώσαμε και που απ’ το σιχαμένο του στήθος βυζαίνουμε αμετανόητα το… «επίπεδο της ζωής μας» ;

Χρειάστηκε μία, προ πενταετίας πολύ σύντομη επαφή του γράφοντος με Ινδιάνους «medicine men» για να πέσουνε όλοι οι πολιτιστικοί φερετζέδες του χριστιανοδυτικού πολιτισμού και να ανοίξουνε διά παντός τα μάτια του νού του. Υπήρξε από εκεί και πέρα κυριολεκτικά απέραντη η συντριβή μου κάθε φορά που κοιτάζοντας το χρώμα του πετσιού μου συνειδητοποιούσα πως ήταν το ίδιο με το πετσί του κτηνώδους, δεισιδαίμονα, άρπαγα και βλάκα, χριστιανού βαρβάρου που εκείνοι γεμάτοι στωϊκότητα εξακολουθούσαν ν’ αποκαλούν κατ’ ευφημισμό «Λευκό Άνθρωπο».

Οι άνθρωποι αυτοί, καθώς και τα εκατομμύρια των προγόνων τους που εξόντωσε η κερδομανία και ο πολιτισμικός μας ιμπεριαλισμός, είναι και ήταν ένα είδος ανθρώπου που για πάρα πολλά πράγματα πρέπει να τους θαυμάζουμε εμείς οι «Λευκοί Άνθρωποι», «με όλο που προβληματίζουν όταν πρόκειται να χαρακτηρισθούν πολιτιστικά» (1). Να γιατί αν κι αντιπροσώπευσαν ένα σωρό διαφορετικούς τοπικούς πολιτισμούς, με κοινωνίες δίχως κράτη αλλά και με υπεροργανωμένες διοικητικά αυτοκρατορίες, ωστόσο όλοι τους αποδείχτηκαν κατά πολύ ανώτεροι από τον «πολιτισμό» που ο Κολόμπο και οι επίγονοί του αντιπροσώπευαν. Και για αυτό άλλωστε αφανίστηκαν. Το έργο είχε άλλωστε ξαναπαιχτεί κατά τον εκχριστιανισμό των Ευρωπαϊκών εθνών.

Οι Ινδιάνοι συντρίφτηκαν με όλη τη δύναμη του πολεμικού και «πολιτισμικού» οπλοστασίου του ευρωπαϊκού και -στη συνέχεια- αμερικανικού Καπιταλισμού, γιατί υπήρξανε ένας από τους τρομαχτικά ελάχιστους λαούς του πλανήτη που δεν έκαναν αποδεκτό ούτε το παραμικρό κομμάτι του «κόσμου» μας. Δεν καταλάβανε ποτέ τους πώς είναι δυνατό να περιφράσσει κάποιος τη γή και να την κάνει «ιδιοκτησία του» (ή γιατί δεν έκανε το ίδιο με τον αέρα), πώς είναι δυνατό να θελήσει κάποιος να «δαμάσει» και να εκμεταλλευθεί την Φύση, πώς είναι δυνατό να σκοτώνεις αβέρτα κάτω από το λάβαρο ενός φιλόδοξα «αγαπησιάρη» θεού. Όπως και δεν καταλάβανε ποτέ τους ότι ο πολεμιστής απέναντί τους δεν είχε αυτή τη φορά μήτε μπέσα, μήτε ηθική, μήτε ενδοιασμούς να παίξει το παιγνίδι βρώμικα. Το μακελειό του Wooden Knee ήρθε να βγάλει από τη μέση τα υπολείμματα και μόνο μίας πριν από μόλις δύο αιώνες πολυάριθμης κι αδούλωτης φυλής. Οι «κοκκινόπετσοι» τιμωρήθηκαν αυστηρά από τον χριστιανό «Λευκό Άνθρωπο» γιατί έκαναν το έγκλημα ν’ αντιπροσωπεύουν έναν Άλλο Κόσμο και να επιμείνουν μάλιστα σ’ αυτό.

Αυτός ο Άλλος Κόσμος, απλωνότανε σε κάθε σφαίρα της ατομικής και συλλογικής ζωής των Ινδιάνικων λαών και ανάλογα απειλούσε ή καταγελούσε τον γνώριμο καλό «κόσμο» των Πολιτισμένων Λευκών.

Στον πολιτικό χώρο: στις περισσότερες περιπτώσεις η κοινωνία ήταν, όπως θα το’λεγε και ο P. Clastres «αδιαίρετη», δηλαδή δεν εμφανίζονταν μέσα της ίχνη από κάποια εξουσία που στέκει αποσπασμένη από το κοινωνικό σύνολο. Εκτός από τις γνωστές αυτοκρατορίες της Κεντρικής Αμερικής, σε όλες τις υπόλοιπες ινδιάνικες κοινωνίες, ο φερόμενος ως «επικεφαλής» ή «αρχηγός» δεν είχε ουσιαστικά καμμία εξουσία. Ήταν «μόνο ο πληρεξούσιος μίας κοινότητας ίσων, επιφορτισμένος απλά να επισημαίνει το νόμο μίας ομάδας (Φυλής), αρχηγός που παραμερίζεται (σκοτώνεται ή διώχνεται από το λειτούργημα) αμέσως μόλις ξεχνώντας αυτό το νόμο, ζητάει να επωφεληθεί ο ίδιος από το αξίωμα που του έχουν δώσει. Ο αρχηγός είναι τοποθετημένος εκεί, για να δείχνει πως δεν υπάρχει αρχηγός, πως η θέση είναι κενή» (2).

Στον οικονομικό χώρο: η οικονομία των ινδιάνικων λαών -πλην των πρωτότυπα «σοσιαλιστικών» εκείνων που οι κεντροαμερικανικές αυτοκρατορίες διέθεταν- βρίσκεται και παραμένει πεισματικά στο επίπεδο παραγωγής των απολύτως αναγκαίων για την επιβίωση. Δεν υπάρχει συσσώρευση πλούτου, ενώ ο χρόνος που ξοδεύεται στην αναζήτηση των «προς το ζήν» είναι, αντίθετα με το δικό μας κόσμο, εντυπωσιακά περιορισμένος, μάλλον ελάχιστος. «Η κοινωνία αρνείται να προβεί σε συσσώρευση. Η παραγωγή πλεονάσματος αγαθών χωρίς να υπάρχει ανάγκη για τη διατροφή της κοινότητας, είν’ αντίθετη στην αρχή της ισορροπίας της κοινότητας» (3).

Στο φιλοσοφικο-θρησκευτικό τέλος χώρο, οι ινδιάνικες κοινωνίες, όλες τους, είναι έμπρακτα οικολογικές. Στ’ αλήθεια, εκείνο που μου είπε στα 1986 ένας Λακότα «medicine man», με δικά του λόγια βέβαια, ήτανε πέρα για πέρα σωστό. Την Οικολογία, δεν την διαβάζεις στα βιβλία, δεν την διδάσκεσαι σε πανεπιστήμια και σε αστικά σχολεία, δεν τη γνωρίζεις από το προπαγανδιστικό υλικό κάποιων οικολογικών κομμάτων που επιθυμούνε την ψήφο σου. Την Οικολογία, τη στενή σου σύνδεση με τη Φύση και το Θείο, την κατανόηση και τον βαθύ σεβασμό προς το περιβάλλον που μέσα του κινείσαι, δεν τη διδάσκεσαι αλλά τη ζεις καθημερινά. Ως τρόπο ζωής αλλά και ηθική δομή και «θρησκευτική» αντίληψη. Και βάζω αυτό το «θρησκευτική»” μέσα σε εισαγωγικά, για τον απλό λόγο πως ο οικο-σπιριτουαλισμός των «εκτός αυτοκρατοριών» Ινδιάνων, δεν είναι θρησκεία με την έννοια που της δίνουνε οι μονοθεϊστές «δυτικοί»: «πρόκειται για ένα συνολικό όραμα ζωής. Η γνώση καταλαβαίνεται από όλους, χωρίς ειδικούς. Οι Ινδιάνοι λένε «ούτε γιατροί, ούτε παπάδες!». Ο σπιριτουαλισμός τους δεν είναι μία φυγή, όπως συμβαίνει με τις μονοθεϊστικές θρησκείες, αλλά τρόπος άμεσης επιβεβαίωσής τους ως ανθρώπινα όντα, σε μία φιλική σχέση με το περιβάλλον. Αυτός ο σπιριτουαλισμός, αποτελεί απαναπόσπαστο μέρος της ινδιάνικης κουλτούρας δια μέσου της Ιστορίας τους, της γλώσσας τους, του τρόπου ζωής τους» (4).

Όλες οι πιο πάνω ιδιαιτερότητες των ινδιάνικών κοινωνιών, τους καταδίκασαν βέβαια σε αφανισμό από τον «πολιτισμό» του «Λευκού Ανθρώπου», που δεν ανέχεται αιρέσεις, διαφορετικότητες και τροχοπέδες στις προελάσεις του. Ο «Λευκός» χριστιανός καπιταλιστής άρχισε πολύ σύντομα να βλέπει τους Ινδιάνους σαν μία άχρηστη αναπνέουσα μάζα προς εξόντωση. Οι κακοί σκλάβοι πάντα τιμωρούνταν από αυτόν με ΘΑΝΑΤΟ. Η υπογραφή της θανατικής καταδίκης τους Ινδιάνικου λαού έγινε τα χρόνια εκείνα που όλοι οι Ινδιάνοι τους οποίους «οι νέοι αφέντες του νέου κόσμου» κατάφεραν ν’ αλυσοδέσουν, αυτοκτονούσαν μαζικά (!) την αμέσως επόμενη ημέρα μετά την υποδούλωσή τους. Ακατανόητη πράξη υπέρτατης δραπέτευσης από τα κάτεργα ενός αρρωστημένου κόσμου που ακόμα και τη δουλεία θεωρούσε «κομμάτι της τάξης του Θεού». Έτσι, με τη «ντόπια» σκλαβουριά τους να αυτοχειριάζεται, άνοιξε πολύ σύντομα ο γνωστός δρόμος για τους δουλέμπορους της μαύρης αφρικανικής σάρκας. Το «Λευκό» χριστιανικό καπιταλιστικό κτήνος δεν ήταν διατεθειμένο να φρενάρει πουθενά.

Ο συγγραφέας του χρονολογημένου από το 1979 άρθρο από το οποίο δανειστήκαμε τις πιο πάνω (2), (3) και (4) φράσεις, σπεύδει δυστυχώς στο κλείσιμό του να… «επεξηγήσει» και να τονίσει ιδιαίτερα με μία απόλυτα «πολιτική» τοποθέτησή του, πως «δεν θέλει καθόλου να εξιδανικεύσει τον ινδιάνικο τρόπο ζωής. Ούτε να κάνει καμμία έκκληση για επιστροφή στις πηγές» (5). Κι εδώ είναι που ο εδώ υπογράφων θα διαφωνήσει ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΩΝ.
Είναι μία ανάλογη αντίφαση με εκείνη γνωστών ακαδημαϊκών υμνητών της αρχαιοελληνικής Πόλης, που ωστόσο σπεύδουνε πάντοτε κατεσπευσμένα να μας διαβεβαιώσουν, πως κάτι παρόμοιο δεν μπορεί να υπάρξει στις σημερινές κοινωνίες και θ’ αποτελούσε ίσως… «αναχρονισμό». Λες και η κίνηση της Ιστορίας είναι γραμμική, λες και οι κοινωνίες αυθυπάρχουν και δεν είναι προϊόντα της ποιότητας των ανθρώπων που τις απαρτίζουν.
Η φυσική κοινωνική διάρθρωση του Ανθρώπου, είναι να ζει συλλογικά μέσα σε ολιγάριθμες ομαδοποιήσεις ατόμων, συχνά πραγματοποιημένες αντι-ιεραρχικά πάνω σε μία ξεκάθαρη συγγένεια, είτε αυτή είναι «αίματος», είτε «ομότροπων ηθών». Εστίες, Φρατρίες, Φυλές, Πόλεις. Έτσι ξεκίνησε την μακραίωνη πορεία της η Ανθρωπότητα και εκεί θα ξανακαταλήξει, όταν πολύ σύντομα θα υποχρεωθεί να «ξαναμείνει μόνη με τον εαυτό της και φιλιώσει μαζί του». Όταν, πολύ - πολύ σύντομα, θα έχει επιτέλους ξεμείνει από αυτοεξαπατήσεις, μπιχλιμπίδια και υποκατάστατα.

Μην αισθάνεστε οίκτο για τους Ινδιάνους. Εξοντώθηκαν πολεμώντας απελπισμένα μεν, αλλά περήφανα όπως είχανε μάθει να ζούνε επί αιώνες. Η γενοκτονία, οι εκτοπισμοί, οι υποχρεωτικές στειρώσεις, οι απαγωγές των παιδιών τους, οι φυλακίσεις, η στέρηση των πολιτικών και αστικών τους δικαιωμάτων, τα λυντσαρίσματα, η ανεργία, ο αλκοολισμός, η εξαθλίωση, τα πυρηνικά απόβλητα, θα ολοκλήρωναν απλώς το «Μεγάλο Έργο» τού επίσης «μεγάλου» «Λευκού Ανθρώπου»…

Μην αισθάνεστε οίκτο για του Ινδιάνους. Ας φυλάξουμε τον οίκτο μας, για εμάς.
Βλ. Ρασσιάς, 1991
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
(1) Μαρία Μιχαήλ – Δέδε, «Με τα Φτερά του Ινδιάνικου Δράκου», εκδόσεις Καστανιώτη, 1977
(2) Περιοδικό «Κείμενα», τεύχος 2, Αθήνα 1979
(3) στο ίδιο
(4) στο ίδιο
(5) στο ίδιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: